μεσότοιχος — ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον) 1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία 2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα νεοελλ. εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια αρχ … Dictionary of Greek
μεσότοιχος — ο εσωτερικός τοίχος κτιρίου που χωρίζει δύο δωμάτια: Ο μεσότοιχος χώριζε το σαλόνι από την κουζίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσοτοίχιον — τὸ (Α) [μεσότοιχος] ο μεσότοιχος … Dictionary of Greek
διάφραγμα — Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσάρι — το 1. ο μισός δρόμος 2. το μισό τού κιλού 3. ο μεσότοιχος 4. (για βυτία και δοχεία) αυτός που είναι γεμάτος ώς τη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση ή μέσο + υποκορ. κατάλ. άρι] … Dictionary of Greek
μεσάστης — ο ο μεσότοιχος … Dictionary of Greek
μεσοτοιχία — η [μεσότοιχος] 1. κοινός τοίχος που χωρίζει δύο οικοδομήματα ή δύο οικόπεδα 2. (νομ.) το δικαίωμα να έχει κάποιος κοινό τοίχο με έναν γειτονικό ιδιοκτήτη 3. αποζημίωση που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη για τη χρήση τής μεσοτοιχίας από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
μεσότοιχο — το (ΑΜ μεσότοιχον, Μ και μεσότοιχο) βλ. μεσότοιχος … Dictionary of Greek
μπαγδατί — και μπαγδαντί, το μεσότοιχος ή οροφή από λεπτές ξύλινες πήχες επιχρισμένες με ασβεστοκονίαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bagdadi < Bagdad «Βαγδάτη»] … Dictionary of Greek
νύσσα — (I) νύσσα, ἡ (ΑΜ) 1. (στον ιππόδρομο) α) η στήλη γύρω από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα καθώς κατέρχονταν από το δεξιό μέρος και έστριβαν για το αριστερό β) η στήλη από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην… … Dictionary of Greek